- αλάδρομος
- ἀλάδρομος, ο (Α)τρέξιμο πάνω από τη θάλασσα (κατά μία εκδοχή δρόμος με άλματα).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. διθυραμβική, που πλάστηκε από τον Αριστοφάνη και απαντά στην κωμωδία του «Όρνιθες». Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη με πιθανό α' συνθ. το ουσ. ἅλς «θάλασσα» και β΄ συνθ. τη λ. δρόμος «αγώνας δρόμου, τρέξιμο»].
Dictionary of Greek. 2013.